ΘΑ ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμε
Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια
Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο ὄμορφη εἶσαι,
μὰ δὲ βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ
μὰ δὲ βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ
Θὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰ
ποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.
Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστον
τὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴ
ποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.
Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶ
στὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖς
νὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ἀτέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ἕνα βράδυ
- ξεχνῶ πάνω σὲ τί- κι εἶναι κρῖμα γιατὶ ἦταν τόσο
μα τόσο ἐνδιαφέρον.
μα τόσο ἐνδιαφέρον.
Μιὰ μέρα, ἂς ἤτανε, νὰ φύγω μακριά σου ἀλλὰ κι
ἐκεῖ θά ῾ρθεις καὶ θὰ μὲ ζητήσεις
Δὲ μπορεῖ, Θέε μου, νὰ φύγει κανεὶς μοναχός του.
Του Μανώλη Αναγνωστάκη
Υ.Γ Το βρήκα τυχαία σε μια ποιητική συλλογή ψαχουλεύοντας στο σπίτι της φίλης μου της Άννας. Ήταν του μπαμπά της μου εκμυστηρεύτηκε αργότερα. Ξεφύλλισα το παλιό βιβλίο και αμέσως έπεσε το μάτι μου στο τίτλο αυτού του ποιήματος. Το διάβασα μια και δυο και τρεις φορές. Μετά έκλεισα το βιβλίο σκεπτική. Ώρες αργότερα καθισμένη σε μια βεράντα με ωραία θέα, το αεράκι του Αιγαίου και ένα ποτήρι κρασάκι αναρωτήθηκα ποιος να ταν ο ποιητής...
Δίστασα αλλά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Αμέσως σηκώθηκα και ξαναβρήκα το βιβλίο. Είχε λιγοστά βιβλία αλλά νομίζω ότι όλα ήταν ένα κι ένα διαλεχτά. Βρήκα το ποίημα, το ξαναδιάβασα και στο τέλος της σελίδας κοίταξα με απορία το όνομα του ποιητή. Που το χα ξαναδεί αυτό το όνομα, ήταν οικείο. Έτσι θυμήθηκα το βασανιστήριο της τρίτης λυκείου και τον Αναγνωστάκη να ναι εκεί ανάμεσα στους βασανιστές...
Τι ωραία που βασανίζετε, κύριε Βασανιστή μου!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου