ΟΙ ΣΑΝΙΔΕΣ ΠΟΥ ΤΡΙΖΟΥΝ
Ήσουν το παιδί της πάνω πόρτας. Μας χώριζε ένα ξύλινο πάτωμα και κάτι σκάλες στην άκρη του ορόφου. Ξέρεις, αυτές οι κρύες σκάλες που συναντιόμαστε και λέμε ένα αμήχανο ''Γεια'' κάθε μέρα;
Περπατούσες αργά και σταθερά, δε κοιτούσες σχεδόν ποτέ ψηλά μόνο αν ήταν μεγάλη ανάγκη, είχες μια ευγένεια στις κινήσεις των χεριών σου. Μια φορά θυμάμαι είχα πέσει στα τρία τελευταία σκαλιά. Έκλαιγα όχι επειδή πονούσα ιδιαίτερα αλλά επειδή είχα λερώσει την καινούργια μου κατάλευκη φούστα. Δώρο της μαμάς μου για τα γενέθλια μου. Με βοήθησες να σηκωθώ σιωπηλά, διακριτικά.
Το δωμάτιο σου βρισκόταν ακριβώς πάνω απ το δικό μου. Το ήξερα γιατί σ αυτή τη πολυκατοικία όλα τα διαμερίσματα έχουν την ίδια διαρρύθμιση. Σ άκουγα τα βράδια να περπατάς. Μια για να πας για νερό, μια για να σβήσεις το φως. Έτσι τουλάχιστον φανταζόμουν. Είχα μάθει τα βήματα σου. Πότε περπατάς με τα παπούτσια, αυτά τα ξεθωριασμένα all star, πότε είσαι ξυπόλητος και πατάς το κρύο ξύλινο πάτωμα, πότε φοράς τις ζεστές σου κάλτσες!
Απόψε περπατούσες πάνω κάτω ανήσυχος! Καθόσουν στο κρεβάτι ή την καρέκλα και χτυπούσες το πόδι νευρικά. Ήταν σαν να σ έβλεπα. Τι είχες;
Δεν έκλεισα μάτι εκείνη την νύχτα! Στριφογυρνούσα στο κρεβάτι με το ρυθμό που περπατούσες πάνω κάτω και τρίζαν οι ξύλινες σανίδες. Αυτές σε πρόδιδαν κάθε νύχτα. Αυτές σε πρόδωσαν κι απόψε. Δεν ήξερα ούτε τ όνομα σου αλλά πολλές στιγμές της νύχτας σκέφτηκα να ρθω να σου χτυπήσω τη πόρτα. Να σε ρωτήσω τι έχεις. Μα δε το έκανα!
Παρέμεινα εκεί στο μικρό μου κρεβάτι ν αναρωτιέμαι τι σε ταλανίζει. Ξάφνου κατά το ξημέρωμα τα βήματα σου σιώπησαν. Νόμιζα πως κοιμήθηκες κι έτσι μπόρεσε γλυκά να με πάρει και μένα ο ύπνος. Θα σ έβλεπα τη γνωστή ώρα στη σκάλα για την καθημερινή μας συνάντηση. Μια συνάντηση που ποτέ δε κλείστηκε σαν ραντεβού αλλά έμοιαζε με ένα τέτοιο.
Δεν σ είδα τελικά. Δε σε ξανάδα ποτέ βασικά.Τα βήματα σου εκείνο το βράδυ έσβησαν μαζί και η μορφή σου. Σε πήρε ο ύπνος γλυκά, αυτός ο αιώνιος ύπνος. Δεν ήρθα να σ αποχαιρετίσω, δεν ανήκα σ εκείνη την στιγμή σου. Το από πάνω διαμέρισμα άδειασε και σταμάτησαν οι σανίδες να τρίζουν. Ώσπου ένα βράδυ του ερχόμενου χειμώνα άκουσα πάλι βήματα. Προς στιγμήν σε σκέφτηκα και χαμογέλασα. Την επόμενη μέρα είδα τον νέο ενοικιαστή. Δεν είχε τίποτα που να σου μοιάζει, τον προσπέρασα χωρίς ''Γεια'' και κατευθύνθηκα προς την έξοδο.
Εκεί υπήρχε ακόμη το τελευταίο σου αντίο τοιχοκολλημένο στην κολόνα. Το άγγιξα με τ ακροδάχτυλα μου, γέλασα θλιμμένα και έφυγα τρέχοντας να ζήσω τη ζωή μου. Αυτή που δεν σε περιμένει και τρέχει. Αυτή που τώρα ήξερα πως έπρεπε να τρέξω να προλάβω κι εγώ....
Το δωμάτιο σου βρισκόταν ακριβώς πάνω απ το δικό μου. Το ήξερα γιατί σ αυτή τη πολυκατοικία όλα τα διαμερίσματα έχουν την ίδια διαρρύθμιση. Σ άκουγα τα βράδια να περπατάς. Μια για να πας για νερό, μια για να σβήσεις το φως. Έτσι τουλάχιστον φανταζόμουν. Είχα μάθει τα βήματα σου. Πότε περπατάς με τα παπούτσια, αυτά τα ξεθωριασμένα all star, πότε είσαι ξυπόλητος και πατάς το κρύο ξύλινο πάτωμα, πότε φοράς τις ζεστές σου κάλτσες!
Απόψε περπατούσες πάνω κάτω ανήσυχος! Καθόσουν στο κρεβάτι ή την καρέκλα και χτυπούσες το πόδι νευρικά. Ήταν σαν να σ έβλεπα. Τι είχες;
Δεν έκλεισα μάτι εκείνη την νύχτα! Στριφογυρνούσα στο κρεβάτι με το ρυθμό που περπατούσες πάνω κάτω και τρίζαν οι ξύλινες σανίδες. Αυτές σε πρόδιδαν κάθε νύχτα. Αυτές σε πρόδωσαν κι απόψε. Δεν ήξερα ούτε τ όνομα σου αλλά πολλές στιγμές της νύχτας σκέφτηκα να ρθω να σου χτυπήσω τη πόρτα. Να σε ρωτήσω τι έχεις. Μα δε το έκανα!
Παρέμεινα εκεί στο μικρό μου κρεβάτι ν αναρωτιέμαι τι σε ταλανίζει. Ξάφνου κατά το ξημέρωμα τα βήματα σου σιώπησαν. Νόμιζα πως κοιμήθηκες κι έτσι μπόρεσε γλυκά να με πάρει και μένα ο ύπνος. Θα σ έβλεπα τη γνωστή ώρα στη σκάλα για την καθημερινή μας συνάντηση. Μια συνάντηση που ποτέ δε κλείστηκε σαν ραντεβού αλλά έμοιαζε με ένα τέτοιο.
Δεν σ είδα τελικά. Δε σε ξανάδα ποτέ βασικά.Τα βήματα σου εκείνο το βράδυ έσβησαν μαζί και η μορφή σου. Σε πήρε ο ύπνος γλυκά, αυτός ο αιώνιος ύπνος. Δεν ήρθα να σ αποχαιρετίσω, δεν ανήκα σ εκείνη την στιγμή σου. Το από πάνω διαμέρισμα άδειασε και σταμάτησαν οι σανίδες να τρίζουν. Ώσπου ένα βράδυ του ερχόμενου χειμώνα άκουσα πάλι βήματα. Προς στιγμήν σε σκέφτηκα και χαμογέλασα. Την επόμενη μέρα είδα τον νέο ενοικιαστή. Δεν είχε τίποτα που να σου μοιάζει, τον προσπέρασα χωρίς ''Γεια'' και κατευθύνθηκα προς την έξοδο.
Εκεί υπήρχε ακόμη το τελευταίο σου αντίο τοιχοκολλημένο στην κολόνα. Το άγγιξα με τ ακροδάχτυλα μου, γέλασα θλιμμένα και έφυγα τρέχοντας να ζήσω τη ζωή μου. Αυτή που δεν σε περιμένει και τρέχει. Αυτή που τώρα ήξερα πως έπρεπε να τρέξω να προλάβω κι εγώ....
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου