ΥΠΟ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ


Θα σου μιλήσω για ένα πρωινό. Ξέρεις σε ποίο αναφέρομαι. Ξέρω ξέρω, περίμενες πως θα πω για τις νύχτες μας όπως κάνουν όλοι. Όχι, δε θα το κάνω. Μην περιμένεις να σου μιλήσω γι' αυτές. Δε θα το κάνω. Δεν θα τις ''στιγματίσω'' με λέξεις που δεν μπορούν καν να τις περιγράψουν. Θα τις αφήσω απερίγραπτες όπως ακριβώς τις νιώθω μέσα μου. 


Εκείνο το πρωινό λοιπόν, για μένα ήταν ακόμη βράδυ. Ένα βράδυ που απλά είχε ξεθωριάσει, είχε ξασπρίσει σαν παλιό ρούχο που είχε χάσει τη λάμψη του από τα πολλά πλυσίματα. Ας τα πάρουμε όμως, τα πράγματα από την αρχή. Μια παρέα, λιγο ουζάκι και πολλές νοστιμιές. Μόνο γέλια κι όμορφες κουβέντες. Όλα γιορτινά, καλοκαιρινά. Εκείνο το βράδυ είναι το μόνο που σκέφτηκα πως είμαστε κανονικοί άνθρωποι. Πώς ναι, μπορούμε να μπούμε σε ένα καλούπι και να παρασυρθούμε από τα υπόλοιπα καλούπια της Αθήνας. 


Ψευδαίσθηση!

Περπατήσαμε ως το αυτοκίνητο με μια διάθεση μεθυστική. Δε με κρατούσες από το χέρι, δεν το έκανες ποτέ αυτό αλλά ήταν σαν να μ' έκανες αγκαλιές, σφιχτές και καλοκαιρινές. Μπήκαμε μέσα κι αυτομάτως άνοιξε το ράδιο και μαζί του κι ''Ασκοί του Αιόλου''. Ένα τραγούδι που αγαπώ και θέλω να τραγουδήσω φωναχτά στο background κι εσύ να μου φωνάζεις για κάτι που ούτε καν θυμάμαι πια. Με το διακόπτη του ραδιοφώνου ανοίξαμε και τον δικό μας διακοπτη. Αυτον τον αλλόκοτο που δεν κατάφερα να εξηγήσω ποτέ. Εγώ όπως πάντα ειρωνική, εσύ όπως πάντα ένα παραπονεμένο μωρό και κάπου εκεί μια πόρτα ανοίγει για να κλείσει με δύναμη. Η μηχανή παίρνει μπροστά και το αμάξι εξαφανίζεται. 


Μέσα μου μια αλλόκοτη ηρεμία. Ένα γέλιο βγαίνει από τα χείλη και το περπάτημα ξεκινάει. Ούτε νεύρα, ούτε θλίψη. Μόνο μια καλοκαιρινή διάθεση σε μια Αθήνα που σε μεθάει, με τα φώτα και τις μουσικές της μια τέτοιαν εποχή. Το Σύνταγμα, ένα τσιγάρο δρόμος κι εσύ ήδη στο σπίτι σου, μόνος ή με παρέα. Ποίος νοιάζεται; Εγώ, αλλά ίσως και όχι! Το λεωφορείο με οδηγεί στον Πειραιά. Στην Μαρίνα του Φλοίσβου με περιμένει κάποιος που ενώ δεν υπήρξε ποτέ φίλος, έδινε τις καλύτερες συμβουλές. Μαζί του, το μικρό του ''τερατάκι''. Συζητάμε καπνίζοντας και πίνοντας ζεστή σοκολάτα. Πότε από το καλοκαίρι πήγαμε μέσα σε μια νύχτα στον χειμώνα; 


Το ''θηρίο'' έχει κουραστεί και κοιμάται στα πόδια μας, εμείς έχουμε κουραστεί από τους περίπλοκους έρωτες και γι'αυτό τριγυρνάμε σαν τις άδικες κατάρες τα χαράματα. Ένα φιλί στο μέτωπο μου θύμισε την γιαγιά μου. Γλυκό, προστατευτικό, αγαπησιάρικο δίχως ίχνος εκμετάλλευσης. Εγώ πάλι στο λεωφορείο για την επιστροφή με μια στάση κοντά στο σπίτι σου. Ένας καφές καλοπιάσματος, ένα χέρι που πιέζει επίμονα το κουδούνι, μια εξωπόρτα που ανοίγει, ένα ασανσέρ που ανεβαίνει. Ένα αγουροξυπνημένο φιλί στην πόρτα κι ένα πρωινό σεξ συμφιλίωσης. 


Μέχρι να φτάσω σπίτι μου είχα ήδη κάνει ντουζ, είχα ντυθεί κι είχα φύγει με ένα διάπλατο χαμόγελο κι εσύ είχες φορέσει ήδη τα ρούχα για να πας στη δουλειά. Πόσο εύκολα είναι τα πράγματα ώρες ώρες! Πετάω δεξιά κι αρίστερα τα ρούχα και τα παπούτσια μου κι ανοίγω το ραδιόφωνο. ''Καλημέρα σε όλους σας στο μικρόφωνο σας ο...'' 


Μακάρι να είχα κατέβει στη στάση κοντά στο σπίτι σου. Αλλάζω σταθμό και φτιάχνω τον καφέ της παρηγοριάς.

Υ.Γ: Το τέλος δεν γράφεται πάντα από εμάς. Τα κεφάλαια το ίδιο. Το βιβλίο όμως έχει και το όνομα μας. Ας μην είναι διακοσμητικό!



                                                                       Της Ανδριάνας Βούτου



Σχόλια

The Hottie